- ευψυχώ
- εὐψυχῶ, -έω (ΑΜ) [εύψυχος Ι]είμαι εύψυχος, έχω θάρρος και τόλμημσν.αντέχω, είμαι γερόςαρχ.1. (το απρμφ.) εὐψυχεῑννα χαίρεσαι, να είσαι ευτυχής2. (σε επιτύμβια επιγρ.) φρ. «εὐψύχει» — αναπαύσου, ας έχεις ελαφρό χώμα.
Dictionary of Greek. 2013.